- ἐδείπνει
- ἐδείπνειδειπνέωmake a meal: imperf ind act 3rd sg (attic epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐδείπνει — δειπνέω make a meal imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνη — η (AM κλίνη) [κλίνω] 1. έπιπλο πάνω στο οποίο κανείς αναπαύεται και κοιμάται, κρεβάτι («ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν... κατάκεινται», Πλάτ.) 2. νεκροκρέβατο, νεκρικό φέρετρο («μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν», Θουκ.) νεοελλ. (ναυπ.)… … Dictionary of Greek